Παιχνίδια στο διαδίκτυο και την τεχνολογία: Πώς Διαχειριζόμαστε Μαζί με το Παιδί μας τα κάθε είδους παιχνίδια, από βιντεοπαιχνίδια μέχρι τις εφαρμογές παιχνιδιών κινητού Μέρος 2ο

Έχοντας ήδη συζητήσει για την κατηγορία των βιντεοπαιχνιδιών, διαδικτύου και κινητού όσον αφορά το προφίλ και τον χαρακτήρα της, μπορούμε να συζητήσουμε για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και το πώς τους διαχειριζόμαστε.

Τόσο στην δική μας περίπτωση ως ενήλικες αλλά ιδιαίτερα στην περίπτωση των παιδιών μας, η μεγαλύτερη ανησυχία αφορά τον χρόνο ενασχόλησης μας με τα παιχνίδια. Ο λεγόμενος κίνδυνος εθισμού με τον οποίο μας προειδοποιεί το κράτος σε κάθε διαφήμιση διαδικτυακού τζόγου είναι παραδεκτά ένας κίνδυνος που ενυπάρχει σε κάθε είδος ψηφιακού παιχνιδιού, όχι μόνο στον τζόγο.

Όσο μάλιστα τα παιχνίδια γίνονται όλο και περισσότερο διαδικτυακής φύσεως όπου το λεγόμενο pay-to-win είναι ο βασικός τρόπος του ιδιοκτήτη του παιχνιδιού να βγάλει χρήματα, ο εθισμός στα περισσότερα παιχνίδια αρχίζει και συνδέεται όλο και περισσότερο με απώλεια εισοδήματος.

Και αυτό γιατί κάθε παιχνίδι pay-to-win είναι σχεδιασμένο να δίνει την επιβράβευση στον παίκτη αφού θα έχει πληρώσει για να πάρει ένα έξτρα όπλο, κάποιο ειδικό φίλτρο ή ρούχο για τον χαρακτήρα του παιχνιδιού, πολύ περισσότερα ‘χρυσά νομίσματα’, ‘κρυστάλλους μαγείας’ ή ‘κλειδιά’ ή ό,τι άλλο θα εξαλείψει εμπόδια που αντιμετωπίζει ο παίκτης μέσα στο παιχνίδι και που χωρίς πληρωμή θα χρειαστεί πολλές ώρες παιχνιδιού για να μπορέσει να τα υπερκεράσει. Στης κακής ποιότητας παιχνίδια pay-to-win μάλιστα, άνευ πληρωμής είναι αντικειμενικά αδύνατο για τον παίκτη να προχωρήσει αφού το απαραίτητο στοιχείο για την αντιμετώπιση της όποιας ‘πίστας’ ή επιπέδου είναι διαθέσιμο μόνο κατόπιν πληρωμής και όχι με την δυνατότητα του λεγόμενου grindwork (δηλαδή την επένδυση πολλών ωρών παιχνιδιού).

Για αυτό πλέον πολλά παιχνίδια είναι δωρεάν να τα αποκτήσεις αλλά έχουν πάρα πολλές δυνατότητες και προτροπές για pay-to-win. Μάλιστα όσο πιο ακριβό είναι ένα παιχνίδι για να αγοραστεί τόσο λιγότερα εναύσματα pay-to-win (ή και καθόλου) έχουν.

Αυτή η πολύ σημαντική αλλά ελάχιστα γνωστή στο ευρύ κοινό λειτουργία-γνώρισμα των παιχνιδιών μας δείχνει το κίνητρο από την πλευρά του κατασκευαστή να μας προκαλέσει ένα είδος εθισμού στο παιχνίδι του και να μας κάνει να τον πληρώνουμε για να έχουμε συνεχείς επιβραβεύσεις και πρόοδο στο παιχνίδι.

Γνωρίζοντας αυτό, έχουμε και σε πολύ ανάγλυφο τρόπο την βασική λειτουργία του εθισμού στα διαδικτυακά και ψηφιακά παιχνίδια: σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα, απογοήτευση και κινδύνους αποτυχίας, ο χρήστης-παίκτης βρίσκει στα παιχνίδια αυτά προβλεψιμότητα, εξασφάλιση επιβεβαίωσης και προόδου, επιβράβευση και ασφάλεια, καθότι ακόμα και ο θάνατος του χαρακτήρα που ελέγχει ο παίκτης είναι εφήμερος, αναστρέψιμος και στην χειρότερη περίπτωση σημαίνει επανάληψη μιας διαδικασίας που συνήθως λόγω της πείρας θα γίνει και καλύτερα.

Αυτό ισχύει ακόμα και σε δύσκολα παιχνίδια ή παιχνίδια χωρίς ‘υπόθεση’ τύπου πασιέντζας, τέτρις, match 3, κλπ. Και σε αυτά ο χρήστης-παίκτης κερδίζει επιβεβαίωση, έχει την ασφάλεια ενός προβλέψιμου και γνώριμου πεδίου δράσης όπου έχει την σιγουριά ότι όσο και δύσκολη να είναι η νέα πίστα, με τις επαναλήψεις της θα την περάσουν ή θα δώσουν 5 ευρώ και θα πάρουν κάποιο ‘μαγικό ραβδί’ για να την περάσουν πιο γρήγορα αν βαρεθούν.

Άτομα τα οποία εθίζονται (δηλαδή θέλουν να υπάρχουν όσο περισσότερο δυνατό) σε τέτοια περιβάλλοντα μας δείχνουν ότι για κάποιο λόγο που πρέπει να ερευνήσουμε το πραγματικό τους περιβάλλον (στενότερο ή ευρύτερο αλλά σίγουρα σημαντικό για εκείνα) δεν τους εμπνέει την ίδια αίσθηση ελέγχου, δυνατότητα επιτυχίας και αποδοχή-δικαίωμα ύπαρξης που τους εμπνέει το παιχνίδι.

Το να προσπαθήσουμε λοιπόν να απεξαρτήσουμε είτε τον εαυτό μας είτε τα παιδιά μας από τα παιχνίδια χωρίς να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον βασικό λόγο ύπαρξης του εθισμού θα είναι δώρο άδωρο. Το μόνο που θα πετύχουμε είναι να εκδηλωθεί η ίδια αίσθηση-κίνητρο διαφυγής από το πραγματικό περιβάλλον με κάποιον άλλον τρόπο, πιθανώς περισσότερο καταστροφικό.

Πώς λοιπόν αντιμετωπίζουμε σωστά μια περίπτωση ατόμου ή του εαυτού μας ή των παιδιών μας που παρουσιάζουν εθισμό στα παιχνίδια;

Πρώτον, ΔΕΝ ΕΠΙΤΙΘΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ. Δεν μειώνουμε δηλαδή το παιδί μας ή τον εαυτό μας γιατί παίζει/παίζουμε μανιωδώς ένα παιχνίδι που μας φαίνεται ανόητο, παιδαριώδες, βίαιο, άσχημο ή κακόγουστο. Ακόμα και στην περίπτωση που το παιχνίδι είναι άπρεπο ή το θεωρούμε επικίνδυνο, θα είναι τεράστιο στρατηγικό λάθος να επιτεθούμε στο παιχνίδι και να αποπάρουμε το παιδί μας με διάφορους χαρακτηρισμούς, περιγραφικούς ή μη, επειδή το παίζει.

Αν το κάνουμε αυτό, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να διακόψουμε την επικοινωνία, να βάλουμε μεταξύ του παιδιού μας και του εαυτού μας ένα τοίχος από πάγο που θα γίνεται ολοένα και περισσότερο ανυπέρβλητο ενώ το σπρώχνουμε να συγχρωτίζεται με άτομα-παίκτες του παιχνιδιού που ‘το καταλαβαίνουν’ και δεν κατακρίνουν, αποπαίρνουν ή απορρίπτουν αφού είναι και αυτοί παίκτες. Ακόμα χειρότερα, το σπρώχνουμε σε άτομα που ‘το καταλαβαίνουν’ μη όντας παίκτες αλλά χειριστικοί-χειραγωγικοί τύποι που θα αποκτήσουν πρόσβαση στο παιδί μας ουσιαστικά άκριτα.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να συζητήσουμε με το παιδί μας διερευνητικά και όχι επικριτικά για να καταλάβουμε τί ακριβώς ‘παίρνει’ το παιδί μας από το παιχνίδι αυτό και γιατί το βρίσκει μόνο στο παιχνίδι αυτό και όχι αλλού.

Ο τρόπος για να γίνει αυτή η συζήτηση είναι κάτι που διδάσκεται από τον ειδικό που έχει εμπειρία και ειδίκευση σε αυτό. Όμως η γενική προσέγγιση διέπεται από τους εξής κανόνες:

  1. Δεν χρησιμοποιούμε ποτέ καταδικαστική/αρνητική γλώσσα.
  2. Δεν προσποιούμαστε. Είμαστε ειλικρινείς ότι έχουμε εντοπίσει ανησυχητική συμπεριφορά και για αυτό θέλουμε να καταλάβουμε γιατί αυτή υπάρχει.
  3. Δεν χαρακτηρίζουμε με υποτιμητικό τρόπο το παιχνίδι διότι είναι συναισθηματικά σημαντικό στο παιδί μας και αν το κάνουμε το παιδί μας δεν θα μας ‘ανοιχτεί’ γιατί ουσιαστικά ό,τι χαρακτηρισμό δώσουμε στο παιχνίδι θα το εκλάβει ότι χαρακτηρίζουμε το ίδιο το παιδί μας.
  4. Επιζητούμε ειλικρινά να γνωρίσουμε το παιχνίδι αυτό. Ζητάμε δηλαδή από το παιδί μας να μας μυήσει στον κόσμο που το έχει σαγηνεύσει. Όσο το κάνει αυτό σε καμμία περίπτωση δεν γινόμαστε επικριτικοί. Ρωτάμε όμως ερωτήσεις για να καταλάβουμε από πού αντλεί την ευχαρίστηση και ενίσχυση της συμπεριφοράς του ως παίκτης.
  5. Παρακολουθούμε το παιδί μας να παίζει το παιχνίδι ως fan του. Αυτό μας εξασφαλίζει ένα πιο στενό δεσμό με το παιδί μας και την δυνατότητα να δούμε τις συμπεριφορές του όταν παίζει.
  6. Ιδανικά παίζουμε και εμείς μαζί του ή υπό την καθοδήγηση του. Με αυτή την διαδικασία, εάν γίνει σωστά ήδη μετατοπίζουμε υπέρ μας και της σχέσεως μας με το παιδί μας τις πηγές από όπου αντλεί αυτοπεποίθηση, επιβεβαίωση και αποδοχή και έτσι κάνουμε το πρώτο βήμα προς την απεξάρτηση.

Πέραν του ίδιου του παιχνιδιού, παρακολουθούμε όλες τις υπόλοιπες πτυχές της καθημερινότητας του παιδιού μας, για να δούμε τί ακριβώς επιχειρεί να αποφύγει ή να μειώσει στο ελάχιστο από αυτήν.

Το πιο δύσκολο σε αυτό είναι να παρακολουθήσουμε και να ελέγξουμε και τον δικό μας εαυτό ως μέρος της πραγματικότητας που το παιδί μας επιχειρεί να αποφύγει. Όχι μόνο το τί κάνουμε αλλά και το τί δεν κάνουμε. Όχι μόνο την δική μας σχέση με το παιδί μας αλλά και την σχέση μας με τον υπόλοιπο κόσμο που το παιδί μας βλέπει.

Και πάλι, αυτή η διαδικασία γίνεται πολύ πιο εύκολα με την αρωγή του σωστού ειδικού ο οποίος θα μας βοηθήσει αντικειμενικά να αντιμετωπίσουμε και την πηγή του προβλήματος και το σύμπτωμα.

Όλγα Γ. Γεριτσίδου Β.Α., Μ.Α.

Τάνυα Μαρία Γεριτσίδου, Β.Α., Μ.Α.

Μοιραστείτε το